δυσωδίᾳ

δυσωδίᾳ
δυσωδίᾱͅ , δυσωδία
foul smell
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δυσωδία — δυσωδίᾱ , δυσωδία foul smell fem nom/voc/acc dual δυσωδίᾱ , δυσωδία foul smell fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδία — η (AM δυσωδία) 1. άσχημη μυρωδιά, κακοσμία 2. ανηθικότητα νεοελλ. φρ. «βρόμα και δυσωδία» α) αποκρουστική ακαθαρσία και κακοσμία β) αηδιαστική ανηθικότητα …   Dictionary of Greek

  • δυσωδία — η 1. δυσάρεστη μυρουδιά, κακοσμία. 2. φρ., «βρόμα και δυσωδία» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσωδίας — δυσωδίᾱς , δυσωδία foul smell fem acc pl δυσωδίᾱς , δυσωδία foul smell fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδίαι — δυσωδίᾱͅ , δυσωδία foul smell fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδίαν — δυσωδίᾱν , δυσωδία foul smell fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδιῶν — δυσωδία foul smell fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδίαις — δυσωδία foul smell fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδίης — δυσωδία foul smell fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”